Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

Jacques-Alain Miller

Ψυχανάλυση της οικονομικής κρίσης१
Ερώτηση: Όπως θα μας υπενθύμιζε η ετυμολογία, υπάρχουν διάφορες συγ-
γένειες μεταξύ της λέξης ‘κρίση’ και της λέξης ‘κρίσιμος.’ Η κρίση παραπέμπει στη
γνώμη ή την απόφαση, αλλά αποτελεί περισσότερο από κάθε τι άλλο ένα σημείο δια-
κλάδωσης, όπως μια ασθένεια που μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο ή στη θεραπεία.
Για τον ψυχαναλυτή, ποια είναι η έννοια της λέξης κρίση;
Jacques-Alain Miller: Ο ψυχαναλυτής είναι “φιλικός με την κρίση.” Η εισαγω-
γή στην ψυχανάλυση πάντοτε αποτελεί για το υποκείμενο μια κρίσιμη στιγμή, που
ανταποκρίνεται σε μια κρίση ή ξεσκεπάζει μια κρίση. Μόνο, αφού αρχίσει, η ψυχα-
νάλυση γίνεται μια σκληρή εργασία. Κρίση κλάματος; Περιμένετε μέχρι να περάσει.
Κρίση αγωνίας, επίθεση πανικού; Ηρεμείτε. Κρίση τρέλας; Αποφεύγετε να την αρχί-
σετε.. Επιπλέον, κάθε συνεδρία είναι σαν μια μικρή κρίση, που περνά από παροξυσμό
μέχρι να ξεκαθαρίσει. Κοντολογίς, υπάρχει κρίση με την ψυχαναλυτική έννοια, όταν
η ομιλία, ο λόγος, οι λέξεις, τα σχήματα, οι τύποι, η ρουτίνα, όλοι οι συμβολικοί μη-
χανισμοί, αποδεικνύονται ξαφνικά ότι είναι αδύνατο να ελέγξουν το πραγματικό, που
διαμορφώνεται όπως νά ’ναι. Η κρίση είναι το πραγματικό αχαλιναγώγητο, το αδύνα-
το να ελεγχθεί. Το ισοδύναμο, στον πολιτισμό, εκείνων των θυελλών, με τις οποίες η
φύση περιοδικά υπενθυμίζει στην ανθρωπότητα την επισφάλειά της, την τρωτότητά
της.
Ε.: Πώς ερμηνεύετε τον φόβο να χάσουμε χρήματα, τα χρήματά μας; Η συ-
γκέντρωση χρημάτων είναι το ίδιο πράγμα για έναν μικρό αποταμιευτή, όπως για
έναν δισεκατομμυριούχο;
JAM: Συμβαίνει τις τελευταίες βδομάδες να κουράρω έναν ασθενή, δισεκατομ-
μυριούχο και μανιακό, ο οποίος συχνά μου ανακοίνωνε γελώντας ότι μόλις εκείνο το
πρωί είχε κερδίσει ή χάσει ένα εκατομμύριο δολάρια σπεκουλάροντας με το συνάλ-
λαγμα. Το κόστος της συνεδρίας ήταν γι’ αυτόν κάτι σαν ένα φιλοδώρημα, κάτι ανύ-
παρκτο. Κατέληξε να χρεοκοπήσει. Υπάρχουν όμως κι άλλοι τύποι δισεκατομμυριού-
χων, πιο συντηρητικοί, ακόμη και μίζεροι, και πιο ενημερωμένοι. Αλλά αν είσθε
πραγματικά πλούσιοι, τότε μάλλον δεν μπορείτε να κάνετε ψυχανάλυση, γιατί δεν
μπορείτε να πληρώσετε, δεν μπορείτε να δώσετε κάτι το σημαντικό για σας: η ψυχα-
νάλυση γλιστρά από τα δάκτυλά σας όπως το νερό πάνω στα φτερά της πάπιας. Ο
“μικρός αποταμιευτής”; Αν αποταμιεύεις ή μαζεύεις, σημαίνει ότι θυσιάζεις την επι-
θυμία, ή τουλάχιστον την αναβάλλεις. Το κουτί του Harpagon (του ήρωα του Μο-
λιέρου) είναι το κουτί της απόλαυσης, αλλά της ψυχρής απόλαυσης. Το χρήμα είναι
ένας σηματοδότης χωρίς σηματοδότηση, που σκοτώνει όλες τις σηματοδοτήσεις.
Όταν αφιερώνεται κανείς στο χρήμα, η αλήθεια χάνει το νόημα, το μόνο που τότε έχει
κανείς μπροστά του είναι μια παγίδα.
Ε.: Το δέλεαρ του κέρδους, η επιθυμία να στοιβάζεις μεγάλα χρηματικά ποσά,
κάνουν κάτι το εξωπραγματικό. Μια τέτοια ώθηση προς τον πλούτο σχετίζεται με την
ενόρμηση του θανάτου;
JAM: Ναι, η ώθηση της αποταμίευσης διαλογίζεται ανοιχτά το θάνατο, τον
τρόμο της αρρώστιας, την επιθυμία της διαιώνισης μέσω των απογόνων. Υπάρχει
όμως ακόμη κι η ώθηση του δανεισμού, αν μπορώ να το πω έτσι, με την κατανάλωση
σαν την ύστατη συνέπειά της, η ασταμάτητη σπατάλη. Και μετά υπάρχει κι η ώθηση
του χρήματος χάρη του χρήματος, η καθαρή ευχαρίστηση της αποθησαύρισης. Θάνα-
τος, απόλαυση κι επανάληψη, αυτές είναι οι τρεις πλευρές μιας πυραμίδας, της οποίας
η βάση δίνεται από την ασυνείδητη φύση του χρήματος: κι εδώ έχουμε να κάνουμε με
το πρωκτικό αντικείμενο. Τι βλέπουμε αυτή τη στιγμή της αλήθειας για την οικονομι-
κή κρίση, στην οποίαν είμαστε; Ότι τίποτε δεν αξίζει, ότι το χρήμα είναι σαν τα σκα-
τά! Εδώ βρίσκεται το πραγματικό, που αναστατώνει όλα τα λόγια. Κάποιοι το λένε,
ευγενικά, “τα τοξικά κεφάλαια”.. Ο πάπας Βενέδικτος ο 6ος, πάντοτε οξύνους, έσπευ-
σε αμέσως να επωφεληθεί από την οικονομική κρίση: “αποδεικνύει,” έλεγε, “ότι τα
πάντα είναι μάταια κι ότι μόνο ο λόγος του Θεού ισχύει!”
Ε.: Η κρίση αυτή εμπεριέχει μια έντονη ψυχολογική διάσταση. Τι εξηγεί τις κι-
νήσεις πανικού κι ιδιαίτερα τα τινάγματα στα χρηματιστήρια; Τι τα ξεκινά και πώς
μπορούν να ηρεμήσουν;
JAM: Το σημείο του χρήματος έχει να κάνει με τη φαινομενικότητα, που εξαρ-
τάται από τις κοινωνικές συμβάσεις. Το οικονομικό σύμπαν είναι μια αρχιτεκτονική
φτιαγμένη από αποκυήματα της φαντασίας και το θεμέλιό της είναι αυτό που ο Lacan
ονόμαζε “υποκείμενο που υποτίθεται ότι γνωρίζει,” ότι γνωρίζει το γιατί και το πώς.
Ποιος παίζει αυτόν τον ρόλο; Το κοντσέρτο των αρχών, από όπου μερικές φορές
βγαίνει κάποια φωνή, όπως, για παράδειγμα, του Alan Greenspan, στον καιρό του. Οι
παίκτες της οικονομίας βασίζουν τη συμπεριφορά της σ’ αυτό. Η πλασματική και
υπέρ-αναστοχαστική δομή κρατιέται από την “πίστη” στις αρχές, δηλαδή, μέσω της
μεταβίβασης προς το υποκείμενο που υποτίθεται ότι γνωρίζει. Όταν το υποκείμενο
αυτό παραπαίει, υπάρχει κρίση, διάλυση των θεμέλιων, που φυσικά εμπεριέχει και
φαινόμενα πανικού. Όμως, το οικονομικό υποκείμενο, που υποτίθεται ότι γνωρίζει,
ήδη ήταν εντελώς καταρρακωμένο, εξ αιτίας της απελευθέρωσης της αγοράς. Κι αυτό
συνέβη, γιατί ο οικονομικός κόσμος πίστευε, ξεμυαλισμένος μέσα στην παράκρουσή
του, ότι θα μπορούσε να τακτοποιήσει τα πράγματα χωρίς τη συνδρομή αυτών που
υποτίθεται ότι γνώριζαν. Πρώτο, οι κτηματομεσιτικές αξίες αχρηστεύτηκαν. Δεύτερο,
βαθμιαία όλα έγιναν σκατά. Τρίτο, υπάρχει μια γιγαντιαία αρνητική μεταβίβαση προς
τις αρχές. Το ηλεκτροσόκ του σχέδιου Paulson/Bernanke εξαγριώνει τον κόσμο: η
κρίση γίνεται κρίση εμπιστοσύνης και θα διαρκέσει μέχρις ότου ανοικοδομηθεί το
υποκείμενο που υποτίθεται ότι θα γνωρίζει. Αυτό θα γίνει μακροπρόθεσμα με τη μορ-
φή ενός νέου σύνολου συμφωνιών τύπου Bretton Woods, ενός συμβούλιου, στο
οποίο θα ανατεθεί να μιλήσει την αλήθεια για την αλήθεια
Η επιθυμία του Λακάν2
[…] Λοιπόν, είναι ιδιαίτερα πιθανόν να χρειαζόταν αυτή η πρόσδεση της επιθυ-
μίας του Φρόυντ στο Όνομα-του-Πατέρα για να γεννηθεί η ψυχανάλυση και για να
μπορέσει η υστερική, μαζί με το Φρόυντ, να ανοίξει το δρόμο στην έλευση της ψυχα-
ναλυτικής πρακτικής. Είναι ένα πρόβλημα που αξίζει να μελετηθεί.
Κατά δεύτερο λόγο, μπορούμε να πούμε ομοίως ότι χρωστάμε στη διπλή πρόσ-
δεση της επιθυμίας του Φρόυντ στο Όνομα-του-Πατέρα και στο Λόγο του Κυρίου
την εξάπλωση της ψυχανάλυσης, το επιτυχές στήσιμο από αυτόν τον σχετικά παρα-
γνωρισμένο στους κύκλους του βιεννέζο γιατρουδάκο μιας εντυπωσιακής μηχανής
που εξακολουθεί, ως μηχανή, να λειτουργεί απρόσκοπτα και στο τέλος του αιώνα.
Ότι του χρωστάμε, ας το υπενθυμίσουμε ξεκάθαρα, αυτό που ο Λακάν διαπίστωνε ότι
είναι μία Εκκλησία.
Υπάρχει εξάλλου κάτι διασκεδαστικά ενδιαφέρον, ο Φρόυντ και ο Ιουδαϊσμός
αποτελούν ένα καθιερωμένο θεματικό μοτίβο, αλλά θα ήταν εξίσου ευπρόσδεκτο να
μιλούσε κανείς για το Λακάν και τον Καθολικισμό: μαθητής των Πατέρων, γαλουχη-
μένος στο κολλέγιο Στανισλάς, που υπάρχει και σήμερα.
Αλλά, τελικά, με ένα περίεργο χίασμα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ο
Φρόυντ ο Εβραίος εκείνος που επινόησε, που δημιούργησε την ψυχαναλυτική Εκκλη-
σία, δηλαδή που εγκαθίδρυσε, που αποδέχτηκε ίσως καρτερικά μια ορθοδοξία υπηρε-
τούμενη από μια ιεραρχία, η οποία είναι το πιο στέρεο στοιχείο της θεσμικής κληρο-
νομιάς του φροϋδισμού.
Σύμφωνα πάντα με αυτό το περίεργο χίασμα θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για
το Λακάν και τον Ιουδαϊσμό, γιατί κατά βάθος, οδήγησε άραγε ─να ένα ερώτημα─
τις θεσμικές προσπάθειές του πολύ πιο πέρα από την ανάδειξη ενός ορίου σύμφωνα
με το οποίο δεν υπήρχε άλλος εκεί όπου αυτός ήταν; Κάτι που αντιστοιχεί στο διατυ-
πωμένο ορισμό του Θεού του Ισραήλ, όπως ο ίδιος τον είχε αποκρυπτογραφήσει.
Για να υπενθυμίσω άλλωστε αυτό που δημιούργησε ο Φρόυντ, θα σας διαβάσω
έναν από τους αφορισμούς του Νίτσε. Πρόκειται για κάτι που σας παραδίδω και το
οποίο συγκρατώ στη μνήμη μου εδώ και χρόνια ─ το θυμάμαι για να αποφεύγω ακρι-
βώς να κάνω το ίδιο πράγμα. Εάν θέλετε μπορείτε να βρείτε αυτό το απόσπασμα στο
Humain, trop humain, στον αφορισμό 122. Επιγράφεται «Οι αόμματοι μαθητές»: «Ο
χρόνος κατά τον οποίο ο Μαιτρ γνωρίζει αρκετά τη δύναμη και την αδυναμία του θε-
ωρητικού συστήματος του, της τέχνης του, της θρησκείας του, συμπίπτει με την περί-
οδο που η εξουσία του είναι ελάχιστη. Ο μαθητής, ο απόστολος ο οποίος τυφλωμένος
από το κύρος του Μαιτρ και την ευλαβή προσήλωση σε αυτόν αποστρέφει τους
οφθαλμούς από την αδυναμία του θεωρητικού συστήματος της θρησκείας κτλ., έχει
κατά κανόνα, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, μεγαλύτερη ισχύ από τον Μαιτρ. Χωρίς αυ-
τούς τους τυφλούς μαθητές ουδέποτε η επιρροή ενός ανθρώπου και του έργου του
κατάφερε να εξαπλωθεί. Για να συμβάλουμε στο θρίαμβο μιας ιδέας, συχνότατα αρ-
κεί να εργαστούμε για την ενδόμυχη σύμπραξη της με τη βλακεία, ώσπου το τε-
ράστιο βάρος αυτής να υπερισχύσει, συμπαρασύροντάς την πρώτη στη νικηφόρα πο-
ρεία της».
Αυτό ακριβώς συνέβη στην ψυχανάλυση. Και αυτό δεν αποτελεί καθόλου μια
άσχημη εισαγωγή στο ερώτημα της επιθυμίας του Λακάν…
1 http :// criticalpsygreece . org /2008/
Παρατίθεται η μετάφραση από τον Μωυσή Μπουντουρίδη και το μπλόγκ του “Κοινωνικά Κινήματα & Κοινωνι-
κά Δίκτυα” μιας πρόσφατης συνέντευξης του διαπρεπούς Γάλλου ψυχαναλυτή Jacques-Alain Miller για την τρέχουσα
οικονομική κρίση του καπιταλισμού, που είχε αναρτηθεί (στα αγγλικά) στο γνωστό site www.lacan.com. Ο Jacques-
Alain Miller ήταν μαθητής, συνεργάτης και μελετητής του Jacques Lacan, με την κορή μάλιστα του οποίου είναι πα-
ντρεμένος. Έχει ένα πολύ εκτεταμένο συγγραφικό, θεωρητικό και κλινικό έργο πάνω στην ψυχανάλυση της σχολής του
Lacan
2 http://www.aletheia.gr/text.html#Η_ΕΠΙΘΥΜΙΑ_ΤΟΥ_ΛΑΚΑΝ
Το κείμενο του Ζ.-Α. Μιλλέρ, δημοσίευση στο περιοδικό La lettre mensuelle Nο 101-102, Ιούνιος-Ιούλιος
1991. Αντιστοιχεί σ’ ένα απομαγνητοφωνημένο μάθημα. Η παράγωγη κειμενικότητά του, σημαδεμένη από την προφο-
ρική προέλευσή του, γίνεται αντιληπτή κατά την ανάγνωση.
Η επιθυμία του αναλυτή, όρος σφυρηλατημένος από τον Λακάν, δεν παραπέμπει στην επιθυμία του ψυχαναλυτή
ως προσώπου, ακόμη λιγότερο ως υποκειμένου. Πρόκειται για έναν τυπικό τελεστή συναρμόσιμο με το ψυχαναλυτικό
dispositif, στον οποίο η πράξη του αναλυτή βρίσκει το αναγκαίο στήριγμα της.
Πρόκειται για τη διαφορά ανάμεσα σε ενόρμηση και ταύτιση (βλ. SXI).

Alain Badiou

Τίνος πραγματικού το θέαμα είναι αυτή η κρίση;*Η πλανητική οικονομική κρίση, όπως μας την παρουσιάζουν, μοιάζει με μια απ’ εκείνες τις
κακές ταινίες, τις οποίες τις σκαρφίζεται η βιομηχανία των προσυσκευασμένων επιτυχιών του
μεγάλου θεάματος, που σήμερα ονομάζεται “κινηματογράφος.” Τίποτε δεν λείπει: το θέαμα μιας
σταδιακής καταστροφής, το σασπένς των μεγάλων κόλπων, ο εξωτισμός του πανομοιότυπου – το
χρηματιστήριο της Τζακάρτα ζυγίζεται με τα ίδια μέτρα και σταθμά του θεάματος όπως και της
Νέας Υόρκης, η διαγώνια γραμμή από τη Μόσχα στο Σάο Πάουλο, παντού η ίδια φωτιά που καιει
τις ίδιες τράπεζες – οι τρομακτικές νέες εξελίξεις: αλίμονο, ακόμη και τα πιο μελετημένα “σχέδια”
δεν μπορούν να αποτρέψουν τη Μαύρη Παρασκευή, όταν όλα καταρρέουν ή όλα θα
καταρρεύσουν.. Αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία: μπροστά στη σκηνή, βλέπουμε βλοσυρούς και
σκεφτικούς, όπως στα κινηματογραφικά έργα της καταστροφής, τα μέλη της μικρής παρέας των
ισχυρών, τους πυροσβέστες της νομισματικής πυρκαγιάς – Σαρκοζύ, Πώλσον, Μέρκελ, Μπράουν,
Τρισέ κ.λπ. – να ρίχνουν μέσα στην κεντρική Τρύπα χιλιάδες δισεκατομμύριων. Θα αναρωτηθούμε
αργότερα (στα προσεχή επεισόδια του σήριαλ) από πού προέρχονται όλα αυτά τα δισεκατομμύρια,
γιατί απέναντι και στην παραμικρή απαίτηση των φτωχών, για χρόνια ως τώρα, όλοι αυτοί
απαντούσαν γυρνώντας τις τσέπες τους μέσα-έξω, για να πουν ότι δεν είχαν ούτε μια τσακιστή.
Προς το παρόν, δεν έχει σημασία. “Να σώσουμε τις τράπεζες!” Αυτή η ευγενική, η ουμανιστική
και δημοκρατική κραυγή αναβλύζει από το στόμα κάθε δημοσιογράφου και κάθε πολιτικού. Να τις
σώσουμε μ’ οποιοδήποτε τίμημα! Και πρέπει να το τονίσουμε, αφού το τίμημα δεν είναι μηδαμινό.
Οφείλω να ομολογήσω: κι εγώ ο ίδιος, μπροστά στα ποσά που κυκλοφορούν, τα οποία, όπως
σχεδόν όλος ο κόσμος, δεν μπορώ να καταλάβω τι σημαίνουν (τι ακριβώς είναι χίλια τετρακόσια
δισεκατομμύρια ευρώ;), έχω κι εγώ εμπιστοσύνη σ’ αυτούς. Την εναποθέτω ολόκληρη στα χέρια
των πυροσβεστών. Όλοι ενωμένοι, το γνωρίζω, το αισθάνομαι, θα πετύχουν. Οι τράπεζες θα
αναπτυχθούν περισσότερο από πριν, ενώ κάποιες από τις μικρότερες ή μεσαίου μεγέθους, που ως
τώρα είχαν κατορθώσει να επιβιώνουν μόνο χάρη στην φιλευσπλαχνία του κράτους, θα δοθούν στις
μεγαλύτερες για ένα κομμάτι ψωμί. Κατάρρευση του καπιταλισμού; Θα πρέπει να αστειεύεστε.
Ποιος, τέλος πάντων, την θέλει; Ποιος γνωρίζει ακόμη και τι σημαίνει ή τι θα μπορούσε να
εννοηθεί μ’ αυτό; Ας σώσουμε τις τράπεζες, σας λεω, κι όλα τα άλλα θα ακολουθήσουν.
Λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα κατάσταση του κόσμου και τις πολιτικές που ασκούνται σ’
αυτόν, είναι αναπόφευκτο, για τους πρωταγωνιστές του έργου, δηλαδή, τους πλούσιους, τους
υπηρέτες τους, τα παράσιτά τους, γι’ αυτούς που τους λιγουρεύονται και γι’ αυτούς που τους
λιβανίζουν, να υπάρξει στο τέλος ένα χέπυ εντ, ίσως λίγο μελαγχολικό.
Καλύτερα όμως, ας στρέψουμε την προσοχή μας προς τη μεριά των θεατών αυτού του σόου,
στο ζαλισμένο πλήθος που, ανήσυχο χωρίς να ξέρει γιατί, κατανοώντας μόνο λίγα πράγματα κι
εντελώς αποσυνδεδεμένο από οποιαδήποτε ενεργή ενασχόληση με την περίσταση, ακούει, σαν να
ήταν μια βοή από μακριά, την αναγγελία του θάνατου των τραπεζών, που βρέθηκαν τώρα
στριμωγμένες, προσπαθεί να εικάσει τι συμβαίνει παρακολουθώντας τις συναντήσεις τα
σαββατοκύριακα, πραγματικά εξαντλητικές, της ένδοξης μικρής παρέας των κυβερνώντων μας,
βλέπει να περνούν μπροστά του αστρονομικά κι ακατάληπτα χρηματικά ποσά κι αυτόματα τα
συγκρίνει με τους δικούς του πόρους, ή μάλλον, για ένα πολύ σημαντικό τμήμα της ανθρωπότητας,
με την παντελή και σκέτη ανυπαρξία τέτοιων πόρων γι’ αυτούς, ένα πράγμα που αποτελεί
ταυτόχρονα την πικρή και την ενθαρρυντική βάση της ζωής τους. Να λοιπόν πού βρίσκεται το
πραγματικό κι ο μόνος τρόπος να μπορέσουμε να έχουμε πρόσβαση σ’ αυτό θα ήταν αν γυρίζαμε
την πλάτη μας στην οθόνη του θεάματος, για να βλέπαμε την αόρατη μάζα εκείνων, για τους
οποίους, ακριβώς πριν ριχθούν μέσα στο χειρότερο σε σχέση μ’ αυτά που ζουν, το έργο αυτό της
καταστροφής, συμπεριλαμβανομένου και του μελιστάλαχτου τέλους της (το Σαρκοζύ να
αγκαλιάζει την Μέρκελ κι όλο τον κόσμο να κλαιει από χαρά), ποτέ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα
θέατρο σκιών.
Συχνά μιλούν αυτές τις τελευταίες βδομάδες για την “πραγματική οικονομία” (την παραγωγή
* Κοινωνικά κινήματα και δίκτυα, http://thrymmata.blogspot.com/2008/10/alain-badiou.html
Εκτεταμμένα αποσπάσματα αυτού του άρθρου είχαν δημοσιευθεί στην εφημερίδα Le Monde στις 17/10/08.
και την κυκλοφορία των αγαθών) και την οικονομία – πώς να την πούμε; τη μη πραγματική; – από
την οποίαν πηγάζουν όλα τα δεινά, δεδομένου ότι οι παράγοντες της δεύτερης αυτής οικονομίας
είχαν γίνει οι “ανεύθυνοι,” οι “παράλογοι,” οι “άρπαγες,” που άλεθαν πρώτα με απληστία, μετά με
πανικό, την ανούσια πια μάζα των μετοχών, των ασφάλιστρων και των χρημάτων. Μια τέτοια
διάκριση είναι γελοία και γενικώς θα μπορούσε εύκολα να ανασκευαστεί, όταν, μέσω μιας
αντίθετης μεταφοράς, παρουσιαζόταν η χρηματοπιστωτική κυκλοφορία και κερδοσκοπία σαν το
“κυκλοφοριακό σύστημα” της οικονομίας. Μήπως, έτσι, αφαιρείται η καρδιά και το αίμα από τη
ζωντανή πραγματικότητα του σώματος; Είναι δυνατόν μια οικονομική καρδιακή προσβολή να μην
έχει σχέση με την κατάσταση της υγείας ολόκληρης της οικονομίας; Ως γνωστό, ο
χρηματοοικονομικός καπιταλισμός, γενικώς, αποτελεί – από τις απαρχές του, που σημαίνει, κατά
τους τελευταίους πέντε αιώνες – μια από τις κεντρικές συνιστώσες του καπιταλισμού. Όσον αφορά
τους ιδιοκτήτες και τους ιθύνοντες του συστήματος αυτού, αυτοί δεν είναι “υπεύθυνοι” παρά μόνο
για τα κέρδη, ο “ορθολογισμός” τους μετριέται μόνο με τα οφέλη που αποκομίζουν και δεν είναι
μόνο άρπαγες, αλλά, επιπλέον, οφείλουν να είναι τέτοιοι.
Επομένως, δεν υπάρχει τίποτε το πιο “πραγματικό” στo αμπάρι της καπιταλιστικής
παραγωγής από ό,τι στο εμπορικό κατάστρωμά του ή στα κερδοσκοπικά διαμερίσματά του. Τα δυο
τελευταία, οπωσδήποτε, διαφθείρουν το πρώτο: στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τα αντικείμενα
που παράγονται από τον τύπο αυτό των μηχανισμών – που αποσκοπούν μόνο στο κέρδος και την
παραγόμενη κερδοσκοπία, η οποία αποτελεί το γρηγορότερο και σημαντικότερο μέρος ενός τέτοιου
κέρδους – είναι αντικείμενα άσχημα, άχαρα, ακατάλληλα, άχρηστα, για τα οποία χρειάζεται να
δαπανηθούν δισεκατομμύρια ώστε να πεισθούν οι άνθρωποι για το αντίθετο. Κάτι που προϋποθέτει
ότι οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να μεταμορφωθούν σε ιδιότροπα παιδιά, σε αιώνιους έφηβους, των
οποίων η ύπαρξη συνίσταται μόνο στην ανταλλαγή παιχνιδιών.
Η επιστροφή στο πραγματικό δεν μπορεί να είναι η κίνηση, που οδηγεί από την κακιά και
“παράλογη” κερδοσκοπία στην υγιή παραγωγή. Πρέπει να είναι η επιστροφή στην άμεση και
στοχαστική ζωή όλων των ανθρώπων που κατοικούν στον κόσμο. Απ’ αυτήν την οπτική, μπορεί
κανείς να ατενίσει θαρραλέα τον καπιταλισμό, να δει το κινηματογραφικό έργο της καταστροφής
που επιβάλλεται αυτόν τον καιρό σ’ όλους μας να δούμε. Το πραγματικό δεν είναι η ταινία, αλλά η
αίθουσα όπου παίζεται.
Τι βλέπουμε λοιπόν, αν στρέψουμε ή αναποδογυρίσουμε τα πράγματα; Τι βλέπουμε, αν
καταφέρουμε να αποσυνδεθούμε από το ατονικό άγχος του κενού, με το οποίο τα αφεντικά μας
προσβλέπουν να μας κάνουν να τους εκλιπαρήσουμε για να σώσουν τις τράπεζες; Βλέπουμε, κι
αυτό σημαίνει να βλέπουμε, τα απλά πράγματα που γνωρίζαμε από πολύ καιρό πιο πριν: ο
καπιταλισμός δεν είναι παρά ένα πλιάτσικο, κάτι παράλογο στην υπόστασή του και καταστρεπτικό
στην εξέλιξή του. Το τίμημα για κάποιες σύντομες δεκαετίες ευημερίας, που πάντοτε όμως
χαρακτηρίζονταν κι από τις απάνθρωπες ανισότητες, ήταν οι περίοδοι των κρίσεων, κατά τις οποίες
εξαφανίζονταν ορισμένα αστρονομικά ποσά αξίας, γινόντουσαν κάποιες αιματηρές εκστρατείες
καταστολής μέσα σ’ όλες τις ζώνες, που ο καπιταλισμός έκρινε ότι είχαν στρατηγική σημασία ή
ήσαν απειλητικές γι’ αυτόν, και διεξάγονταν κάποιοι παγκόσμιοι πόλεμοι που αποκαταστούσαν την
υγεία του καπιταλισμού. Εδώ βρίσκεται η διδακτική δύναμη της αντεστραμμένης ματιάς προς την
ταινία-κρίση. Δηλαδή, ποια; Απέναντι στις ζωές των ανθρώπων που βλέπουν την ταινία αυτή,
τολμούμε ακόμη να εκθειάζουμε ένα σύστημα, που εναποθέτει την οργάνωση της συλλογικής ζωής
πάνω στις χαμερπέστερες παρορμήσεις, στην απληστία, στην αντιπαλότητα, στον ασυναίσθητο
εγωισμό; Μας λένε να τραγουδάμε τον ύμνο μιας “δημοκρατίας,” της οποίας οι ηγέτες, εντελώς
ατιμωρητί, παριστάνουν τους υπηρέτες του ιδιωτικού χρηματοοικονομικού σφετερισμού, που θα
ξάφνιαζε ακόμη και τον ίδιο τον Μαρξ, ο οποίος ήδη, πριν εκατό εξήντα χρόνια, είχε χαρακτηρίσει
τις κυβερνήσεις σαν τα “θεμέλια της δύναμης του Κεφάλαιου”; Λένε στον κοινό πολίτη να
“κατανοήσει” ότι είναι εντελώς αδύνατο να κλείσει η τρύπα της κοινωνικής ασφάλισης, αλλά
πρέπει να κλείσει, ανυπολόγιστα, η τρύπα των δισεκατομμύριων των τραπεζών; Πρέπει, στα
σοβαρά, να αποδεχθούμε ότι κανείς πλέον δεν μπορεί να φαντασθεί την εθνικοποίηση μιας
επιχείρησης, που βρίσκεται σε δεινή κατάσταση λόγω του ανταγωνισμού, μιας επιχείρησης, στην
οποίαν εργάζονται χιλιάδες εργάτες, αλλά ότι είναι προφανές πώς αυτό πρέπει να γίνει για μια
τράπεζα, που ξέμεινε λόγω κερδοσκοπίας;
Σ’ αυτήν την υπόθεση, το πραγματικό είναι εξ αρχής ένα από τα δεδομένα της κρίσης. Γιατί
από πού προέρχεται όλη αυτή η οικονομική φαντασμαγορία; Απλούστατα από το γεγονός ότι,
αφήνοντας να λάμψουν μπροστά τους κάποιες σαγηνευτικές δυνατότητες πιστωτικού δανεισμού,
γινόντουσαν αναγκαστικές πωλήσεις πολυτελών κατοικιών σ’ άνθρωπους που δεν είχαν κανένα
μέσο να τις αγοράσουν. Στη συνέχεια, τα χρεωστικά των ανθρώπων αυτών ξαναπουλιόντουσαν
αναμεμιγμένα, όπως γίνεται με τα καλά ναρκωτικά, μαζί με διάφορα χρεόγραφα, των οποίων η
σύνθεση γινόταν τόσο πολύπλοκη όσο κι αδιαφανής μέσα από το έργο ολόκληρων ταγμάτων
μαθηματικών. Κι όλα αυτά τότε κυκλοφορούσαν, από εξαγορά σ’ εξαγορά, αποτιμούμενα όλο και
ψηλότερα στις πιο απομακρυσμένες τράπεζες. Όμως, η υλική εγγύηση μιας τέτοιας κυκλοφορίας
βρισκόταν στα σπίτια, που είχαν πωληθεί. Αλλά αρκούσε η κτηματομεσιτική αγορά να
καταρρεύσει, γιατί, καθώς οι εγγυήσεις αυτές υποτιμούνταν όλο και πιο πολύ κι οι πιστωτές
ζητούσαν όλο και περισσότερα, ενώ οι αγοραστές μπορούσαν να ξεπληρώσουν τις οφειλές τους
όλο και λιγότερο. Κι όταν στο τέλος δεν μπορούσαν πια να συνεχίσουν, το ναρκωτικό, που είχε
εισχωρήσει μέσα στα χρεωστικά, έφθανε να τα δηλητηριάσει: δεν άξιζαν πλέον τίποτε.
Φαινομενική ισοπαλία: οι θεατές χάνουν το στοίχημά τους κι οι αγοραστές χάνουν τα σπίτια τους,
από τα οποία διώχνονται ευγενικά. Αλλά όμως, το πραγματικό αυτής της ισοπαλίας βρίσκεται, ως
συνήθως, στην πλευρά του συλλογικού, της καθημερινής ζωής: στο τέλος, όλα ξεκινούν από το ότι
υπάρχουν χιλιάδες εκατομμυρίων ανθρώπων, των οποίων οι μισθοί, ή η ανυπαρξία μισθών, τους
κάνει να μην έχουν απολύτως καμία δυνατότητα στέγασης. Η πραγματική ουσία της οικονομικής
κρίσης είναι η κρίση της στέγασης. Κι αυτοί που δεν έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν τη δική
τους στέγη δεν είναι βέβαια οι τραπεζίτες. Πρέπει πάντοτε να ξαναγυρνάμε στις συνθήκες της
καθημερινής ύπαρξης..
Το μόνο πράγμα που μπορούμε να ελπίζουμε σ’ αυτήν την υπόθεση είναι να ξαναβρούμε το
πραγματικό, στο μέτρο του δυνατού, μέσα στο ρου της κρίσης. Στα μαθήματα, που παίρνουν οι
άνθρωποι, κι όχι οι τραπεζίτες, οι κυβερνήσεις, που τους υπηρετούν, κι οι δημοσιογράφοι, που
υπηρετούν τις κυβερνήσεις, μέσα σ’ όλο αυτό το ζοφερό σκηνικό.
Βλέπω λοιπόν δυο επίπεδα να αρθρώνονται μέσα σ’ αυτήν την επιστροφή του πραγματικού.
Το πρώτο είναι σαφώς πολιτικό. Επειδή, όπως μας δείχνει ο κινηματογράφος, η
“δημοκρατική” πολιτική δεν είναι παρά η διαθεσιμότητα εξυπηρέτησης των τραπεζών και το
αληθινό της όνομα είναι: καπιταλιστικο-κοινοβουλευτισμός, πρέπει, όπως έχουν αρχίσει να
δείχνουν πολλαπλές εμπειρίες τα τελευταία είκοσι χρόνια, να οργανωθεί μια πολιτική που να έχει
μια πλήρως διαφορετική φύση. Μια τέτοια πολιτική είναι κι αναμφίβολα για πολύ καιρό ακόμη θα
πρέπει να βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από την εξουσία του κράτους, για την οποία δεν
χρειάζεται να νοιαστεί καθόλου. Ξεκινά από τη βάση του πραγματικού, μέσω μιας έμπρακτης
συσπείρωσης μεταξύ των ανθρώπων εκείνων, που είναι οι πιο άμεσα διατιθέμενοι να την
ανακαλύψουν: των νεο-αφιχθέντων προλετάριων από την Αφρική ή απ’ αλλού και των
διανοούμενων που είναι κληρονόμοι των πολιτικών αγώνων των τελευταίων δεκαετιών. Η
συσπείρωση αυτή θα διευρύνεται στη βάση του τι μπορεί να κάνει, βήμα προς βήμα. Δεν θα
διατηρεί κανένα είδος οργανικής σχέσης με κανένα από τα υπάρχοντα κόμματα, καθώς και με το
εκλογικό και το θεσμικό σύστημα που τα συντηρεί. Θα εφεύρει τη νέα πειθαρχία γι’ αυτούς που
δεν έχουν τίποτε, τις πολιτικές ικανότητές τους, τη νέα ιδέα για το πώς θα είναι η νίκη τους.
Το δεύτερο επίπεδο είναι ιδεολογικό. Πρέπει να ανατρέψουμε την παλιά ετυμηγορία,
σύμφωνα με την οποία βρισκόμαστε στο “τέλος των ιδεολογιών.” Σήμερα μπορούμε να δούμε
εντελώς ξεκάθαρα ότι αυτό το δήθεν τέλος δεν στηρίζεται σε καμιά άλλη πραγματικότητα παρά
στο σλόγκαν “να σώσουμε τις τράπεζες.” Τίποτε δεν είναι πιο σημαντικό από το να ξαναβρούμε το
πάθος των ιδεών και να αντιπαρατεθούμε στον κόσμο, έτσι όπως είναι, έχοντας σαν γενική
προϋπόθεση την προεξοφλούμενη βεβαιότητα μιας άλλης διαφορετικής πορείας των πραγμάτων.
Στο ολέθριο θέαμα του καπιταλισμού, αντιπαρατάσσουμε το πραγματικό των ανθρώπων, της
ύπαρξής τους μέσα στην ίδια τη ροή των ιδεών. Το μοτίβο της χειραφέτησης της ανθρωπότητας δεν
έχει χάσει τίποτε από το δυναμικό του. Η λέξη “κομουνισμός,” με την οποία για πολύ καιρό
ονοματιζόταν το δυναμικό αυτό, έχει βέβαια ξεφτιλισθεί κι ατιμασθεί. Αλλά σήμερα, η εξαφάνιση
της λέξης αυτής δεν εξυπηρετεί κανέναν άλλο παρά τους υποστηρικτές της τάξης κι ασφάλειας,
τους ζαλισμένους από τον πυρετό πρωταγωνιστές του έργου της καταστροφής. Όμως, είμαστε
αποφασισμένοι να αναζωογονήσουμε τον κομουνισμό, στις συνθήκες της νέας διαύγειας που έχει
αποκτήσει. Μιας διαύγειας που συνεχίζει να αποτελεί την παλιά του αρετή, όταν ο Μαρξ έλεγε για
τον κομουνισμό ότι “ξέκοβε με τον πιο ριζοσπαστικό τρόπο από τις παραδοσιακές ιδέες” κι ότι θα
έφερνε μια τέτοια “συναδελφοσύνη, στην οποία η ελεύθερη ανάπτυξη του οποιουδήποτε είναι η
συνθήκη για την ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός.”
Ολική ρήξη με τον καπιταλιστικο-κοινοβουλευτισμό, πολιτική που επινοείται πάνω στη βάση
του πραγματικού των ανθρώπων, κυριαρχία των ιδεών: όλα βρίσκονται εδώ, όλα όσα χρειαζόμαστε
για να ελευθερωθούμε από το έργο της κρίσης κι όλα όσα μπορούν να συμβάλουν στην ίδια την
ηθική ανύψωσή μας.

ΖΙΓΚΜΟΥΝΤ ΜΠΑΟΥΜΑΝ



Πώς επιβιώνει ο καπιταλισμός
Οπως το πρόσφατο χρηματοπιστωτικό τσουνάμι κατέδειξε πέρα από κάθε εύλογη αμφιβολία σε εκατομμύρια πρόσωπα, τα οποία οδηγήθηκαν να πιστέψουν στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στις τραπεζικές πρακτικές ως έγκυρες μεθόδους για να επιλύουν με επιτυχία τα προβλήματά τους, ο καπιταλισμός στην καλύτερη των υποθέσεων δημιουργεί προβλήματα, δεν τα επιλύει.

Και αυτό για έναν απλό λόγο: ο καπιταλισμός, όπως και το θεώρημα της μη πληρότητας των συστημάτων των φυσικών αριθμών του Κουρτ Γκέντελ, δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα συνεπής και πλήρης. Αν είναι συνεπής με τις ίδιες του τις αρχές, εμφανίζονται προβλήματα με τα οποία αυτός δεν μπορεί να ασχοληθεί. Αρκεί να σκεφτούμε ότι τα στεγαστικά δάνεια, που διαφημίστηκαν σαν ένα εργαλείο για να αντιμετωπιστούν οι δυσκολίες όσων δεν είχαν κατοικία, στην πραγματικότητα πολλαπλασίασαν τον αριθμό εκείνων που ξαναβρέθηκαν χωρίς κατοικία.
Πολύ πριν ο Γκέντελ διατυπώσει το θεώρημά του, η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε γράψει τη μελέτη της για τη συσσώρευση του κεφαλαίου, στην οποία υποστήριζε ότι ο καπιταλισμός δεν είναι σε θέση να επιβιώσει χωρίς μη καπιταλιστικές οικονομίες. Ο καπιταλισμός μπορεί να αναπτύσσεται μόνον όσο θα υπάρχουν «παρθένες περιοχές», έλεγε, ανοιχτές στην επέκταση και στην εκμετάλλευση. Σκεφτόταν τις χώρες που έγιναν αποικίες εκείνη την εποχή. Το πρόβλημα είναι ότι, αφότου κατακτηθούν αυτές οι περιοχές, στερούνται την «παρθενικότητά» τους και έτσι εξαντλείται η πηγή από την οποία τρέφεται ο ίδιος ο καπιταλισμός.
Ο καπιταλισμός, για να το πούμε ειλικρινά, είναι ουσιαστικά ένα παρασιτικό σύστημα. Μπορεί να ευημερεί μόνον όταν βρίσκει έναν οργανισμό, τον οποίο δεν έχει ακόμη εκμεταλλευτεί, και από τον οποίο τροφοδοτείται, αλλά (ιδού το παράδοξο) δεν μπορεί να το κάνει χωρίς με αυτόν τον τρόπο να βλάψει τον οργανισμό που τον φιλοξενεί και, αργά ή γρήγορα, να υπονομεύσει τις ίδιες τις προϋποθέσεις της ευημερίας του ή ακόμη και της επιβίωσής του.
Ευρηματικότητα
Σήμερα, έναν αιώνα μετά από αυτή τη διάγνωση, γνωρίζουμε με ακόμη μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι η δύναμη του καπιταλισμού έγκειται στη σαγηνευτική ευρηματικότητα με την οποία αναζητάει και βρίσκει νέα είδη ξενιστών, κάθε φορά που τα προηγούμενα εκμεταλλευόμενα είδη γίνονται πιο σπάνια ή χάνονται εντελώς. Τώρα γνωρίζουμε και την ταχύτητα με την οποία αναπροσαρμόζεται στις ιδιαιτερότητες των νέων εδαφών στα οποία βόσκει. Στο τεύχος Νοεμβρίου του 2008 της περιοδικής επιθεώρησης New York Review of Books ο Τζορτζ Σόρος, με το άρθρο του «The crisis and what to do about it», εξήγησε τη σειρά των καπιταλιστικών πρωτοβουλιών ως μια διαδοχή από φούσκες που μεγαλώνουν κατά κανόνα πολύ πέρα από τις δυνατότητές τους και που σκάνε αμέσως μόλις φτάνουν το σημείο της μέγιστης αντίστασης. Η τωρινή πιστωτική στενότητα δεν αναγγέλλει επομένως το τέλος του καπιταλισμού, αλλά μόνον την εξάντληση ενός από τα εδάφη στα οποία αυτός έβοσκε. Η αναζήτηση του προσεχούς βοσκοτοπιού άρχισε αμέσως. Και ακριβώς όπως στο παρελθόν το καπιταλιστικό κράτος διαλαλούσε τα κατορθώματά του μέσα από την υποχρεωτική κινητοποίηση δημόσιων πόρων, θα αναζητηθούν νέες παρθένες περιοχές και θα γίνουν προσπάθειες να τις ανοίξουν με το καλό ή με το ζόρι, μέχρις ότου και οι δικές τους δυνατότητες, με τη σειρά τους, θα εξαντληθούν.
Καταστροφή
Οπως πάντα, και όπως μάθαμε στον εικοστό αιώνα από μια μακρά σειρά μαθηματικών ανακαλύψεων, από τον Ανρί Πουανκαρέ ώς τον Εντουαρντ Λόρεντς, η πιο μικρή απόκλιση μπορεί να μας ρίξει στην άβυσσο και να μας οδηγήσει στην καταστροφή, έτσι όπως και το πιο μικρό βήμα προς τα μπρος μπορεί να εξαπολύσει μια καταιγίδα και να καταλήξει να προκαλέσει έναν κατακλυσμό. Και αυτό γιατί οι αναγγελίες της ανακάλυψης νησιών που δεν καταγράφονται ούτε στους γεωγραφικούς χάρτες, προσελκύουν συνήθως πλήθη τυχοδιωκτών μεγαλύτερα και από τις ίδιες τις διαστάσεις των παρθένων περιοχών - πλήθη που μέσα σε μια στιγμή θα χρειαστεί να μπορέσουν να τρέξουν γρήγορα στις βάρκες τους, για να απομακρυνθούν από μιαν επικείμενη καταστροφή, με την ελπίδα ότι αυτές οι βάρκες θα είναι ακόμη άθικτες και ασφαλείς. Το ερώτημα που τίθεται είναι επομένως σε ποιο σημείο θα εξαντληθεί ο κατάλογος των περιοχών που μπορούν να αναγορευτούν, με μια δεύτερη διαδικασία, παρθένες και πότε οι (φρενιτιώδεις και επινοητικές) εξερευνήσεις θα πάψουν να προσφέρουν κάποια προσωρινή ανακωχή.
Η εισαγωγή των πιστωτικών καρτών και του εύκολου δανεισμού για την απόκτηση κατοικίας είχαν προαναγγείλει αυτό που θα συνέβαινε. Το συμβόλαιο του δανείου έπρεπε να μετατραπεί σε ένα παράγωγο, που επέτρεπε σε αυτόν που δάνειζε να αντλεί διαρκώς κέρδος. Δεν μπορείτε να πληρώσετε τις δόσεις του δανείου σας; Μην ανησυχείτε. Διαφορετικά από εκείνα τα λίγο κακά παλιομοδίτικα άτομα, που ανυπομονούσαν να εισπράξουν τις δόσεις μέσα σε προκαθορισμένες προθεσμίες, εμείς οι μοντέρνοι δανειστές δεν θέλουμε πίσω τα λεφτά μας. Αντίθετα μάλιστα προσφερόμαστε να σας δανείσουμε και άλλα λεφτά, για να πληρώσετε τα χρέη σας και όχι μόνον, αλλά ακόμη και για να έχετε περισσότερα μετρητά. Πράγματι, αυτό που κανείς δεν δήλωνε, αφήνοντας στις βαθιές και σκοτεινές προαισθήσεις των οφειλετών το καθήκον να αντιληφθούν την αλήθεια, είναι το ότι οι τράπεζες που δανείζουν στην πραγματικότητα δεν θέλουν οι οφειλέτες τους να εξοφλούν τις υποχρεώσεις τους. Αν οι οφειλέτες πλήρωναν όσα δανείστηκαν δεν θα υπήρχε πλέον χρέος, ενώ είναι ακριβώς τα χρέη τους (τον τόκο που πληρώνεται μηνιαία) εκείνα που οι δανειστές αποφάσισαν να μετατρέψουν σε κύρια πληγή του διαρκούς τους κέρδους.
Οι πελάτες που επιστρέφουν με επιμέλεια τα χρήματα που έχουν δανειστεί είναι ο εφιάλτης αυτών που χορηγούν δάνεια. Και αυτό γιατί τα κέρδη των μετόχων των τραπεζών βασίζονται κυρίως στη συνεχή «εξυπηρέτηση» των χρεών παρά στην έγκαιρη εξόφλησή τους. Σε ό,τι αφορά αυτούς τους μετόχους, ο ιδεώδης υποψήφιος για δανεισμό είναι εκείνος που δεν θα εξοφλήσει ποτέ το ποσό που δανείστηκε. Τα πρόσωπα που έχουν λογαριασμούς με αποταμιεύσεις, αλλά δεν έχουν χρέη, είναι επομένως οι «παρθένες περιοχές» του σήμερα (του χθες), που επιτρέπουν μιαν εκμετάλλευση. Από τη στιγμή που θα οδηγηθούν να αρχίσουν να καλλιεργούνται, δεν θα 'πρεπε ποτέ να τους παραχωρηθεί η δυνατότητα να αρνηθούν και να ξαναγίνουν ακαλλιέργητα εδάφη. Ετσι μια από τις πιο σημαντικές βρετανικές εταιρείες που δίνουν πιστωτικές κάρτες προκάλεσε πρόσφατα την αγανάκτηση της κοινής γνώμης, όταν αρνήθηκε να παραχωρήσει ξανά πιστωτικές κάρτες στους πελάτες που κάθε μήνα εξοφλούσαν τα χρέη τους.
Εκμετάλλευση
Ιδού όμως κάποιο παράδειγμα της καταστροφικής επίπτωσης αυτής της στρατηγικής: σε μια βρετανική εφημερίδα δημοσιεύτηκε η ιστορία ενός πενηντάχρονου, ο οποίος είχε χρεωθεί 58 χιλιάδες λίρες από 14 τράπεζες. Αυτός ο κύριος δεν κατόρθωνε να πληρώνει τους τόκους του χρέους του. Λυπούμενος εκ των υστέρων για τη βλακεία που τον έσπρωξε σε αυτή την απαράδεκτη κατάσταση, αυτός στράφηκε εναντίον εκείνων που του είχαν χορηγήσει τα δάνεια. Σύμφωνα με όσα είπε, όποιος χορηγεί δάνεια είναι «εν μέρει» υπεύθυνος και κατακριτέος, επειδή επιτρέπει στους ανθρώπους να χρεώνονται με απίστευτη ευκολία. Σε μιαν άλλη μακρινή χώρα, στο Κουίνσλαντ της Αυστραλίας, μια νέα που είναι σήμερα 23 ετών και ονομάζεται Σιόμπχαν Χίλεϊ, πριν από μερικά χρόνια απέκτησε την πρώτη πιστωτική της κάρτα. Τελικά -έτσι δήλωσε- ήταν ελεύθερη να διαχειρίζεται μόνη της τα οικονομικά της. Λίγο καιρό μετά, η νεαρή ζήτησε και απέκτησε μια δεύτερη πιστωτική κάρτα, για να αντιμετωπίσει τους τόκους και τα χρέη που είχαν συσσωρευτεί από την πρώτη. Αφού πέρασε λίγος ακόμη χρόνος, ανακάλυψε ότι η δεύτερη πιστωτική κάρτα δεν αρκούσε για να καλύπτει τους τόκους από τα χρέη της πρώτης. Απευθύνθηκε επομένως σε μια τράπεζα, για να αποκτήσει ένα δάνειο αναγκαίο για να εξοφλήσει τα ανοίγματα και από τις δύο κάρτες. Με δυο λόγια, οι τράπεζες κατόρθωσαν να αποκτήσουν αυτό που ήθελαν: μια παρθένα γη, που την κατέκτησαν και την εκμεταλλεύονται.
Στεγαστικά
Οπως και σε όλες τις προηγούμενες μεταβολές του καπιταλισμού, έτσι και αυτή τη φορά το κράτος βοήθησε στη δημιουργία αυτών των νέων εδαφών. Με βάση μια πρωτοβουλία του προέδρου Κλίντον, έγινε η εισαγωγή στις Ηνωμένες Πολιτείες των στεγαστικών δανείων, που προωθούσε η κυβέρνηση για να προσφέρει εύκολες πιστώσεις για την απόκτηση κατοικίας σε πρόσωπα που δεν είχαν τα μέσα για να εξοφλούν τα δάνειά τους και συνεπώς για να μετατρέψει σε οφειλέτες εκείνα τα τμήματα του πληθυσμού που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν ενταχθεί στο κύκλωμα της εκμετάλλευσης μέσω του πιστωτικού συστήματος. Ακριβώς όμως όπως η εξαφάνιση ανθρώπων που περιφέρονται ξυπόλητοι προκαλεί ανησυχία στην υποδηματοβιομηχανία, έτσι και η εξαφάνιση προσώπων που δεν είναι χρεωμένα επιτρέπει να προβλέψουμε την καταστροφή για τη βιομηχανία των δανείων.
Για άλλη μια φορά ο καπιταλισμός πλησιάζει σε μια μη ηθελημένη αυτοκτονία, δρώντας έτσι ώστε να εξαντλεί τους πόρους των νέων παρθένων περιοχών που εκμεταλλεύεται. Με δυο λόγια, ο καπιταλισμός τέλειωσε; Δεν τον νομίζω. Η είδηση του θανάτου του καπιταλισμού, όπως θα έλεγε ο Μαρκ Τουέιν, είναι τρομερά υπερβολική. Το κράτος έσπευσε να βοηθήσει. Αρκεί να σκεφτούμε τα γιγάντια σχέδια σωτηρίας των τραπεζών που κατάρτισαν οι κυβερνήσεις όλου του κόσμου. Αλλά έχει εισαχθεί και ένα είδος κράτους πρόνοιας για τους πλουσιότερους. Για να αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα από την πρόσφατη ειδησεογραφία: τη στιγμή που σταμάτησε ακριβώς στο χείλος της καταστροφής, χάρη στην άφθονη ροή του χρήματος των φορολογουμένων, η τράπεζα TSB Lloyds άρχισε να ασκεί πιέσεις στο δημόσιο ταμείο, για να κατευθύνει μέρος του πακέτου σωτηρίας στους λογαριασμούς των μερισμάτων των μετόχων της. Και παρά την επίσημη αγανάκτηση των εκπροσώπων του κράτους, προχώρησε ατάραχη στην καταβολή μπόνους, εκδηλώνοντας μια τέτοια πλεονεξία και απληστία σαν αυτές που οδήγησαν τις τράπεζες και τους πελάτες τους στην απόλυτη καταστροφή. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Σύμφωνα με τον Στίβεν Σλιβίνσκι του Ινστιτούτου Cato, ήδη το 2006 η αμερικανική κυβέρνηση ξόδεψε 92 δισ. δολάρια για να στηρίξει με οικονομική βοήθεια κολοσσούς της βιομηχανίας όπως η Boeing, η Ibm και η General Motors.
Συναλλαγή
Πριν από χρόνια, ο Γιούργκεν Χάμπερμας υποστήριζε ότι το κράτος είναι καπιταλιστικό και υπενθύμιζε ότι η ουσία του καπιταλισμού είναι η ένωση κεφαλαίου και εργατικής δύναμης. Σκοπός αυτής της ένωσης είναι να πραγματοποιεί μιαν εμπορική συναλλαγή: το κράτος αγοράζει την εργατική δύναμη.
Για να γίνει ωστόσο η συναλλαγή πρέπει να ικανοποιούνται δύο προϋποθέσεις: το κεφάλαιο πρέπει να είναι σε θέση να αγοράζει και η εργατική δύναμη πρέπει να μπορεί να αγοραστεί, δηλαδή να γίνεται αρκετά ενδιαφέρουσα και δελεαστική για να αγοραστεί από το κεφάλαιο. Κύριο καθήκον του κράτους είναι επομένως να δράσει έτσι ώστε και οι δυο αυτές προϋποθέσεις να υλοποιηθούν. Γι' αυτόν τον λόγο το κράτος πρέπει να κάνει δύο πράγματα: πρώτον, να χρηματοδοτήσει το κεφάλαιο στην περίπτωση που δεν διαθέτει την αναγκαία ρευστότητα για την αγορά μιας παραγωγικής και επικερδούς εργατικής δύναμης.
Δεύτερον, να βεβαιωθεί ότι η εργατική δύναμη αξίζει πραγματικά να αγοραστεί, δηλαδή ότι είναι σε θέση να αντέξει τον κόπο της βιομηχανικής παραγωγής, ότι είναι δυνατή και υγιής και ότι είναι κατάλληλα προετοιμασμένη και διαθέτει εκείνες τις εργασιακές γνώσεις και ιδιότητες που είναι αναγκαίες ώστε να απασχοληθεί στον βιομηχανικό τομέα. Ο Χάμπερμας έγραφε αυτά τα πράγματα στον καιρό της μοντέρνας «στέρεης» κοινωνίας των παραγωγών. Σήμερα, στη «ρευστή» κοινωνία, το κράτος είναι καπιταλιστικό στο μέτρο που εγγυάται μια συνεχή πιστωτική διαθεσιμότητα. Εξάλλου, η συνεργασία κράτους και αγοράς είναι κανόνας στον καπιταλισμό. Η σύγκρουση μεταξύ τους, αν ποτέ παρουσιαστεί, είναι αντίθετα η εξαίρεση. Απομένει να δούμε το μέλλον, δηλαδή τις μελλοντικές παρθένες περιοχές.
ΖΙΓΚΜΟΥΝΤ ΜΠΑΟΥΜΑΝ
Ενας από τους κορυφαίους σύγχρονους κοινωνιολόγους
Ο 85χρονος σήμερα Ζίγκμουντ Μπάουμαν είναι ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους κοινωνιολόγους και έχει γράψει πολλά και σημαντικά έργα, μερικά από τα οποία μεταφράστηκαν τα τελευταία χρόνια και στη γλώσσα μας. Μέχρι το 1968, ο Πολωνός Μπάουμαν δίδασκε στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας. Επειτα υποχρεώθηκε να μεταναστεύσει και συνέχισε τη διδακτική του δραστηριότητα στο Πανεπιστήμιο του Λιντς στη Μεγάλη Βρετανία. Το κείμενό του αυτό είναι η εισήγησή του σε θεωρητικό συμπόσιο με θέμα «Ανησυχίες στη νεωτερικότητα», που έγινε με πρωτοβουλία της οργάνωσης Arci στη Φλωρεντία, τον Δεκέμβριο του 2008.